- καπνιστήριον
- καπνιστήριονvapour-bathneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπνιστηρίοις — καπνιστήριον vapour bath neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνιστήρια — καπνιστήριον vapour bath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνιστήριο — το (AM καπνιστήριον) [καπνίζω] νεοελλ. χώρος προορισμένος για κάπνισμα μσν. το θυμιατήρι αρχ. πιθ. ατμόλουτρο … Dictionary of Greek